εκβησόμενο

εκβησόμενο
το (AM ἐκβησόμενον)
αυτό που πρόκειται να συμβεί
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα
2. τμήμα ρητορικού λόγου στο οποίο ο ρήτορας υποδεικνύει τί πρέπει να γίνει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”